- καταστοχάζω
- καταστοχάζω (AM)μσν.1. θεωρώ, νομίζω, κρίνω2. (ενεργ. και μέσ.) εξετάζω κάποιον ή κάτι με προσοχήμσν.-αρχ.μέσ. καταστοχάζομαιπετυχαίνω κάτι, βρίσκω κάτι με υποθέσεις, με εικασίες, εικάζω, συμπεραίνωαρχ.μέσ. τείνω προς τον σκοπό, σημαδεύω τον στόχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στοχάζω / -ομαι].
Dictionary of Greek. 2013.